- ζειρατείς
- ζειρατείς· ἱμάτιόν τι Σύρων, Hsch. [full] ζειρεῖν· ἀρωματοποιεῖν, Id. [full] ζειρόν· ποικίλον, Id. [full] ζεῖρος, a kind ofA grape, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.